- επιληις
- ἐπιληΐςἐπι-ληΐς-ΐδος adj. f добытый на войне, захваченный
(πόλεις Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πόλεις Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επιληίς — ἐπιληΐς, ἡ (Α) λάφυρο πολέμου («ἐπιληΐδας... ἔχοιεν τὰς πόλεις», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ληΐς «λεία»] … Dictionary of Greek
ἐπιληίδας — ἐπιληΐδας , ἐπιληίς obtained as booty fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιληίδες — ἐπιληΐδες , ἐπιληίς obtained as booty fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)